Ενέργεια στα γερμανικά

Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fortsetzend, vorgehen, verfahrend, Aktion, Handlung, Handeln, Wirkung, Klage
Ενέργεια στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενέργεια

ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενέργεια στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ενάρετος στα γερμανικά - rechtschaffen, tugendhaft, tugendhaften, tugendhafte, tugendhafter
  • ενέδρα στα γερμανικά - falle, hinterhalt, überfallen, Hinterhalt, dem Hinterhalt, Überfall, ambush, ...
  • ενήλικας στα γερμανικά - erwachsen, erwachsene, Erwachsene, Erwachsener, Erwachsenen
  • ενήλικος στα γερμανικά - erwachsene, erwachsen, Erwachsene, Erwachsener, Erwachsenen
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: fortsetzend, vorgehen, verfahrend, Aktion, Handlung, Handeln, Wirkung, Klage