Ενέργεια στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
продовжений, дію, дія, вплив, чинність, чинності
Ενέργεια στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενέργεια

ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενέργεια στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενάρετος στα ουκρανικά - поправний, доброчесний, праведний, доброчесна, добродійний, чеснотливий
  • ενέδρα στα ουκρανικά - засада, засідка, засідку
  • ενήλικας στα ουκρανικά - літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для
  • ενήλικος στα ουκρανικά - літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: продовжений, дію, дія, вплив, чинність, чинності