Ενέργεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgerð, aðgerðir, aðgerða, Aðgerðin, til aðgerða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενέργεια
ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενέργεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ενάρετος στα ισλανδικά - virtuous, dyggðugar, dyggðug, dyggðugt
- ενέδρα στα ισλανδικά - fyrirsát, sitja, launsátursliðið, launsát, sátin
- ενήλικας στα ισλανδικά - fullorðinn, fullorðnum, fullorðna, fullorðinna, fullorðinsfræðslu
- ενήλικος στα ισλανδικά - fullorðinn, fullorðnum, fullorðna, fullorðinna, fullorðinsfræðslu
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aðgerð, aðgerðir, aðgerða, Aðgerðin, til aðgerða
Μεταφράσεις: aðgerð, aðgerðir, aðgerða, Aðgerðin, til aðgerða