Ενέργεια στα σλοβενικά

Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ukrepanje, ukrepi, tožba, ukrep, akcijski
Ενέργεια στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενέργεια

ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ενέργεια στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • ενάρετος στα σλοβενικά - krepostni, krepostno, krepostne, kreposten, krepostna
  • ενέδρα στα σλοβενικά - ambush, zaseda, zasedo, zasedi, zasede
  • ενήλικας στα σλοβενικά - odrasla oseba, odraslih, odrasle, za odrasle, odrasli
  • ενήλικος στα σλοβενικά - odrasla oseba, odraslih, odrasle, za odrasle, odrasli
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: ukrepanje, ukrepi, tožba, ukrep, akcijski