Ενέργεια στα φινλανδικά

Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edeten, etenevä, toiminta, toimia, toiminnan, toimiin, toimet
Ενέργεια στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενέργεια

ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ενέργεια στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενάρετος στα φινλανδικά - oikeudenmukainen, hyveellinen, hyveellistä, hyveellisiä, positiivisen, hyveelliset
  • ενέδρα στα φινλανδικά - väijyä, väijytys, väijytyksessä, väijytyksen, ambush, väijyksissä
  • ενήλικας στα φινλανδικά - täysi-ikäinen, aikamies, aikuinen, aikaihminen, aikuisten, aikuisen, aikuista, ...
  • ενήλικος στα φινλανδικά - aikaihminen, aikuinen, aikamies, täysi-ikäinen, aikuisten, aikuisen, aikuista, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: edeten, etenevä, toiminta, toimia, toiminnan, toimiin, toimet