Ορθότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: ορθότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ratsamkeit, geradheit, Korrektheit, Richtigkeit, britischen, die Richtigkeit, britischen Markt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθότητα
ορθότητα αφμ, ορθότητα επιχειρήματος, ορθότητα επιχειρημάτων, ορθότητα μετρήσεων, ορθότητα και πιστότητα μιας διεργασίας, ορθότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, ορθότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ορθοδοξία στα γερμανικά - orthodoxie, rechtgläubigkeit, Orthodoxie, Rechtgläubigkeit, Gläubigkeit, orthodoxe
- ορθόδοξος στα γερμανικά - orthodoxe, orthodox, orthodoxen, orthodoxer
- ορθώνομαι στα γερμανικά - steigen, ansteigen, erhöhung, kursanstieg, aufstieg, gehaltszulage, anlaufen, ...
- ορθώνω στα γερμανικά - aufbauen, steif, stramm, vertikal, gut, gutes, gute, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ratsamkeit, geradheit, Korrektheit, Richtigkeit, britischen, die Richtigkeit, britischen Markt
Μεταφράσεις: ratsamkeit, geradheit, Korrektheit, Richtigkeit, britischen, die Richtigkeit, britischen Markt