Ορθότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ορθότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
misskilning, nákvæmni, forðast misskilning
Ορθότητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθότητα

ορθότητα αφμ, ορθότητα επιχειρήματος, ορθότητα επιχειρημάτων, ορθότητα μετρήσεων, ορθότητα και πιστότητα μιας διεργασίας, ορθότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ορθότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορθοδοξία στα ισλανδικά - rétttrúnaði
  • ορθόδοξος στα ισλανδικά - Orthodox, Rétttrúnaðar, Rétttrúnađar, rétttrúnaði, rétttrúnaðarkirkjunnar
  • ορθώνομαι στα ισλανδικά - hækka, gott, góð, góður, vel, góða
  • ορθώνω στα ισλανδικά - gott, góð, góður, vel, góða
Τυχαίες λέξεις
Ορθότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: misskilning, nákvæmni, forðast misskilning