Ορθότητα στα φινλανδικά

Μετάφραση: ορθότητα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeellisuuden, oikeellisuutta, oikeellisuudesta, oikeellisuus, korrektiuden
Ορθότητα στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθότητα

ορθότητα αφμ, ορθότητα επιχειρήματος, ορθότητα επιχειρημάτων, ορθότητα μετρήσεων, ορθότητα και πιστότητα μιας διεργασίας, ορθότητα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ορθότητα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορθοδοξία στα φινλανδικά - oikeaoppisuus, oikeaoppisuuden, oikeaoppisuutta, orthodoxy, puhdasoppisuuden
  • ορθόδοξος στα φινλανδικά - oikeaoppinen, ortodoksi, ortodoksinen, ortodoksisen, orthodox
  • ορθώνομαι στα φινλανδικά - kajastaa, kohota, syntymä, nousu, enetä, hyvä, hyvää, ...
  • ορθώνω στα φινλανδικά - rakentaa, suora, pystyssä, perustaa, pysty, hyvä, hyvää, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθότητα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: oikeellisuuden, oikeellisuutta, oikeellisuudesta, oikeellisuus, korrektiuden