Ορθότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: ορθότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
correttezza, la correttezza, esattezza, regolarità, di correttezza
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθότητα
ορθότητα αφμ, ορθότητα επιχειρήματος, ορθότητα επιχειρημάτων, ορθότητα μετρήσεων, ορθότητα και πιστότητα μιας διεργασίας, ορθότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορθότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ορθοδοξία στα ιταλικά - ortodossia, dell'ortodossia, l'ortodossia, all'ortodossia, orthodoxy
- ορθόδοξος στα ιταλικά - ortodosso, ortodossa, ortodossi, Orthodox
- ορθώνομαι στα ιταλικά - alzarsi, ascesa, aumento, lievitazione, salita, rialzo, buono, ...
- ορθώνω στα ιταλικά - fabbricare, diritto, rizzare, costruire, buono, bene, buona, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: correttezza, la correttezza, esattezza, regolarità, di correttezza
Μεταφράσεις: correttezza, la correttezza, esattezza, regolarità, di correttezza