Ορθότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ορθότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exatidão, exactidão, correção, justeza, correcção
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθότητα
ορθότητα αφμ, ορθότητα επιχειρήματος, ορθότητα επιχειρημάτων, ορθότητα μετρήσεων, ορθότητα και πιστότητα μιας διεργασίας, ορθότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ορθότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ορθοδοξία στα πορτογαλικά - ortodoxia, a ortodoxia, orthodoxy, da ortodoxia
- ορθόδοξος στα πορτογαλικά - ortodoxo, Ortodoxa, orthodox, ortodoxos, ortodoxas
- ορθώνομαι στα πορτογαλικά - amadurecer, encher, levantar, ascensão, subir, aumentar, erguer-se, ...
- ορθώνω στα πορτογαλικά - erigir, eliminador, bom, bem, boa, boas, bons
Τυχαίες λέξεις
Ορθότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: exatidão, exactidão, correção, justeza, correcção
Μεταφράσεις: exatidão, exactidão, correção, justeza, correcção