Στενόχωρος στα γερμανικά

Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingeklammert, ungemütlich, unbequem, unangenehm, unbehaglich, unwohl
Στενόχωρος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενόχωρος

στενόχωρος λεξικό γλώσσας γερμανικά, στενόχωρος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • στενάζω στα γερμανικά - ächzen, wehklagen, jammern, wehklage, wehgeschrei, stöhnen, gejammer, ...
  • στενός στα γερμανικά - geizig, stramm, knapp, familiär, vertraut, hautnah, intim, ...
  • στερέωση στα γερμανικά - befestigend, einspannend, fixierend, reparatur, anbindend, ausbesserung, Fixierung, ...
  • στερεοτυπία στα γερμανικά - klischee, stereotyp, klischeevorstellung, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: eingeklammert, ungemütlich, unbequem, unangenehm, unbehaglich, unwohl