Στενόχωρος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непријатно, неудобно, непријатна, чувствуваат непријатно, непријатни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενόχωρος
στενόχωρος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στενόχωρος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στενάζω στα σλαβομακεδονικά - стенкањето, поплака, воздишка
- στενός στα σλαβομακεδονικά - во близина, затвори, блиску, блиски, близок
- στερέωση στα σλαβομακεδονικά - фиксација, фиксирање, фиксацијата, фиксирањето, врзувањето
- στερεοτυπία στα σλαβομακεδονικά - стереотип, стереотипот, стереотипите, стереотипи
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: непријатно, неудобно, непријатна, чувствуваат непријатно, непријатни
Μεταφράσεις: непријатно, неудобно, непријатна, чувствуваат непријатно, непријатни