Στενόχωρος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desconfortável, Saibam, desconfortáveis, incômodo, incômoda
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενόχωρος
στενόχωρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στενόχωρος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στενάζω στα πορτογαλικά - carpir, gemer, gemido, lamento, lamentar, moan
- στενός στα πορτογαλικά - pequeno, avaro, narrativa, privado, avarento, particular, familiar, ...
- στερέωση στα πορτογαλικά - fixação, de fixação, a fixação, fixação de, fixação do
- στερεοτυπία στα πορτογαλικά - estereótipo, estereótipo de, estereotipo, stereotype, estereótipos
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desconfortável, Saibam, desconfortáveis, incômodo, incômoda
Μεταφράσεις: desconfortável, Saibam, desconfortáveis, incômodo, incômoda