Στενόχωρος στα εσθονικά

Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aher, kokkulitsutud, ebamugav, ebamugavalt, ebameeldiv, ebamugaval, ebamugavaks
Στενόχωρος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενόχωρος

στενόχωρος λεξικό γλώσσας εσθονικά, στενόχωρος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • στενάζω στα εσθονικά - oigama, soiguma, kurtmine, oie, kaeblema
  • στενός στα εσθονικά - kitsas, kokkusurutud, tihe, kitsenema, lähedal, tihedas, lähedale, ...
  • στερέωση στα εσθονικά - kordategemine, kinniti, kohitsemine, kinnitamine, fikseerimine, sidumise, fikseerimise, ...
  • στερεοτυπία στα εσθονικά - stereotüüp, stereotüüpi, stereotüübi
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: aher, kokkulitsutud, ebamugav, ebamugavalt, ebameeldiv, ebamugaval, ebamugavaks