Στενόχωρος στα πολωνικά

Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nabity, ciasny, niewygodny, zakłopotany, niewygodne, nieswojo, się nieswojo
Στενόχωρος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενόχωρος

στενόχωρος λεξικό γλώσσας πολωνικά, στενόχωρος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • στενάζω στα πολωνικά - biadać, biadolić, jęczeć, lamentować, biadolenie, stękać, jęk, ...
  • στενός στα πολωνικά - ograniczyć, ciasny, skąpy, obcisły, intymny, oznajmiać, serdeczny, ...
  • στερέωση στα πολωνικά - utwierdzanie, zamek, pasek, zapadka, połączenie, złącze, sznur, ...
  • στερεοτυπία στα πολωνικά - stereotyp, stereotypem, stereotypu, stereotypy
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: nabity, ciasny, niewygodny, zakłopotany, niewygodne, nieswojo, się nieswojo