Στενόχωρος στα ρουμανικά

Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incomod, inconfortabil, disconfort, incomode, confortabile
Στενόχωρος στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενόχωρος

στενόχωρος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, στενόχωρος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • στενάζω στα ρουμανικά - geamăt, geme, geamat, suspin, murmur
  • στενός στα ρουμανικά - strâmt, închidere, închide, aproape, strânsă, aproape de
  • στερέωση στα ρουμανικά - fixare, fixarea, de fixare, fixă, fixare a
  • στερεοτυπία στα ρουμανικά - stereotip, stereotipul, stereotipuri, stereotipului, stereotipe
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: incomod, inconfortabil, disconfort, incomode, confortabile