Στενόχωρος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае
Στενόχωρος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενόχωρος

στενόχωρος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στενόχωρος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • στενάζω στα λευκορωσικά - стогн, стогны, енк
  • στενός στα λευκορωσικά - маленький, гарох, вузкi, абвяшчаць, блізка, блізкі
  • στερέωση στα λευκορωσικά - фіксацыя, крымінагеннай
  • στερεοτυπία στα λευκορωσικά - стэрэатып
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае