Στενόχωρος στα ισλανδικά

Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óþægilegt, óþægileg, óþægindum, óþægilegt að, óþægilega
Στενόχωρος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενόχωρος

στενόχωρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στενόχωρος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στενάζω στα ισλανδικά - stynja
  • στενός στα ισλανδικά - þröngur, krappur, nálægt, nærri, loka, nálægt því, nágrenninu
  • στερέωση στα ισλανδικά - upptaka, festing, magnaðarbindingarprófi, magnaðarbindingarprófi sem
  • στερεοτυπία στα ισλανδικά - staðalímynd, Staðalímyndin, staðalmynd, staðalímyndum, Staðalímyndin að
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óþægilegt, óþægileg, óþægindum, óþægilegt að, óþægilega