Αδέσμευτος στα δανικά

Μετάφραση: αδέσμευτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uhæftede, Ikkefastgjorte, utilknyttet, løstliggende, ikke fastgjorte
Αδέσμευτος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος

αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος λεξικό γλώσσας δανικά, αδέσμευτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αδένας στα δανικά - kirtel, kirtlen, kirtler, forskruning
  • αδέξιος στα δανικά - daske, sjusket, bulet, Læn, et dårligt kropssprog
  • αδέσποτος στα δανικά - herreløst, ejerløse, ejerløs, herreløse, herreløs
  • αδίκημα στα δανικά - forbrydelse, lovovertrædelse, overtrædelsen, lovovertrædelsen, strafbar handling
Τυχαίες λέξεις
Αδέσμευτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uhæftede, Ikkefastgjorte, utilknyttet, løstliggende, ikke fastgjorte