Αδέσμευτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδέσμευτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
independente, não comprometido, solto, desapegado, unattached
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδέσμευτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδένας στα πορτογαλικά - glândula, da glândula, glândulas, glândula de, bucim
- αδέξιος στα πορτογαλικά - desastrado, inábil, desajeitado, desleixo, slouch, andar relaxado, desleixado
- αδέσποτος στα πορτογαλικά - sem dono, ownerless, sem proprietário, não tem dono
- αδίκημα στα πορτογαλικά - ofensa, delito, crime, infracção, infracções
Τυχαίες λέξεις
Αδέσμευτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: independente, não comprometido, solto, desapegado, unattached
Μεταφράσεις: independente, não comprometido, solto, desapegado, unattached