Αδέσμευτος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αδέσμευτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вільнонайманий, позаштатний, неприкріплений, ненатягнутий, ненатягнуті
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδέσμευτος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αδένας στα ουκρανικά - залоза, заліза
- αδέξιος στα ουκρανικά - незугарний, ніяковий, скрутний, дурний, незручний, селюк, великоваговий, ...
- αδέσποτος στα ουκρανικά - безхазяйний, безгоспний, нічийний, безгосподарний, безхозний
- αδίκημα στα ουκρανικά - образа, наступ, ображання, злочинство, злочин, злочину
Τυχαίες λέξεις
Αδέσμευτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вільнонайманий, позаштатний, неприкріплений, ненатягнутий, ненатягнуті
Μεταφράσεις: вільнонайманий, позаштатний, неприкріплений, ненатягнутий, ненатягнуті