Αδέσμευτος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αδέσμευτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
független, különálló, nincs csatolva, nem kötött, nem tapadt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδέσμευτος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αδένας στα ουγγρικά - torokmandula, mirigy, tömszelence, mirigyet, mirigyben, tömszelencén
- αδέξιος στα ουγγρικά - lehajt, nehézkes, lomha, nehézkes mozgás
- αδέσποτος στα ουγγρικά - elkóborolt, alkalmi, kóbor, elszórt, gazdátlan, tulajdonos nélküli, gazdátlanná, ...
- αδίκημα στα ουγγρικά - támadás, sértés, bűncselekmény, bűncselekményt, bűncselekménynek
Τυχαίες λέξεις
Αδέσμευτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: független, különálló, nincs csatolva, nem kötött, nem tapadt
Μεταφράσεις: független, különálló, nincs csatolva, nem kötött, nem tapadt