Αδέσμευτος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αδέσμευτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
niet verbonden, losse, ongebonden, niet gehecht
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδέσμευτος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αδένας στα ολλανδικά - klier, wartel, gland, drukstuk, pakkingbus
- αδέξιος στα ολλανδικά - log, schutterig, knullig, onhandig, sukkelig, stumperig, onbeholpen, ...
- αδέσποτος στα ολλανδικά - dolen, zwerven, dwalen, onbeheerd, eigenaarloos, zonder eigenaar, ownerless
- αδίκημα στα ολλανδικά - overtreding, vergrijp, aanstoot, belediging, ergernis
Τυχαίες λέξεις
Αδέσμευτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: niet verbonden, losse, ongebonden, niet gehecht
Μεταφράσεις: niet verbonden, losse, ongebonden, niet gehecht