Αδέσμευτος στα σουηδικά
Μετάφραση: αδέσμευτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unattached, lös, obundet, obunden, icke fastsatta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, αδέσμευτος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αδένας στα σουηδικά - körtel, körteln, gland, genomföring
- αδέξιος στα σουηδικά - tafatt, klumpig, slöfock, sloka, slouch, slokandehatt
- αδέσποτος στα σουηδικά - ownerless, ägarlöst, herrelösa, herrelös
- αδίκημα στα σουηδικά - anstöt, brott, brottet, brott som, överträdelsen, förseelse
Τυχαίες λέξεις
Αδέσμευτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: unattached, lös, obundet, obunden, icke fastsatta
Μεταφράσεις: unattached, lös, obundet, obunden, icke fastsatta