Αδέσμευτος στα τούρκικα
Μετάφραση: αδέσμευτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bekâr, serbest, unattached, ekli olmayan, bağlı olmayan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδέσμευτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αδένας στα τούρκικα - bez, bezi, gland, bezinin, rakoru
- αδέξιος στα τούρκικα - sakar, beceriksiz, sarkma, tembel, slouch, sarkıtmak
- αδέσποτος στα τούρκικα - sahipsiz, ownerless, fazla sahipsiz, sahipsiz veya
- αδίκημα στα τούρκικα - suç, Hücum, suçun, suçtur, suçu
Τυχαίες λέξεις
Αδέσμευτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bekâr, serbest, unattached, ekli olmayan, bağlı olmayan
Μεταφράσεις: bekâr, serbest, unattached, ekli olmayan, bağlı olmayan