Αδερφή στα δανικά

Μετάφραση: αδερφή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
søster, sřster, søsters, søsteren
Αδερφή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδερφή

αδερφή του σολωμού σολωμού, αδερφη ή αδελφη, αδερφή ονειροκρίτης, αδερφή της φαίης, αδερφή του μέγα αλέξανδρου, αδερφή λεξικό γλώσσας δανικά, αδερφή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αδελφή στα δανικά - cigaret, søster, sřster, søsters, søsteren
  • αδελφός στα δανικά - bror, broder, Brother, Broder
  • αδερφικός στα δανικά - broderlig, broderlige, broderkærlighed, broderligt, medmenneskelig
  • αδερφός στα δανικά - bror, broder, Brother, Broder
Τυχαίες λέξεις
Αδερφή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: søster, sřster, søsters, søsteren