Αδερφή στα ρουμανικά
Μετάφραση: αδερφή, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caraghios, soră, sora, surorii, pe sora, surori
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφή
αδερφή του σολωμού σολωμού, αδερφη ή αδελφη, αδερφή ονειροκρίτης, αδερφή της φαίης, αδερφή του μέγα αλέξανδρου, αδερφή λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αδερφή στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αδελφή στα ρουμανικά - ţigară, soră, sora, surorii, pe sora, surori
- αδελφός στα ρουμανικά - frate, prieten, fratele, fratelui, pe fratele
- αδερφικός στα ρουμανικά - frățesc, frățească, frățești, frați, de frați
- αδερφός στα ρουμανικά - prieten, frate, fratele, fratelui, pe fratele
Τυχαίες λέξεις
Αδερφή στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: caraghios, soră, sora, surorii, pe sora, surori
Μεταφράσεις: caraghios, soră, sora, surorii, pe sora, surori