Αδερφή στα τούρκικα
Μετάφραση: αδερφή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acayip, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφή
αδερφή του σολωμού σολωμού, αδερφη ή αδελφη, αδερφή ονειροκρίτης, αδερφή της φαίης, αδερφή του μέγα αλέξανδρου, αδερφή λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδερφή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αδελφή στα τούρκικα - sigara, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi
- αδελφός στα τούρκικα - birader, kardeş, kardeşi, kardeşim, erkek kardeşi, kardeşin
- αδερφικός στα τούρκικα - kardeşçe, kardeş, kardeşlik, kardeşçe bir
- αδερφός στα τούρκικα - birader, kardeş, kardeşi, kardeşim, erkek kardeşi, kardeşin
Τυχαίες λέξεις
Αδερφή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: acayip, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi
Μεταφράσεις: acayip, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi