Αδερφή στα γερμανικά

Μετάφραση: αδερφή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sonderbar, seltsam, schwul, schwule, durchkreuzen, homo, fehlerverdächtig, tunte, befremdend, schwuler, merkwürdig, Schwester, sister
Αδερφή στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδερφή

αδερφή του σολωμού σολωμού, αδερφη ή αδελφη, αδερφή ονειροκρίτης, αδερφή της φαίης, αδερφή του μέγα αλέξανδρου, αδερφή λεξικό γλώσσας γερμανικά, αδερφή στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αδελφή στα γερμανικά - tunte, erschöpfen, kippe, schinderei, ermüden, plackerei, schwuler, ...
  • αδελφός στα γερμανικά - kumpel, partner, kamerad, kumpan, bruder, freund, Bruder, ...
  • αδερφικός στα γερμανικά - brüderlich, brüder, brüderliche, brüderlichen, brüderlicher
  • αδερφός στα γερμανικά - kumpan, bruder, kamerad, kumpel, freund, partner, Bruder, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδερφή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: sonderbar, seltsam, schwul, schwule, durchkreuzen, homo, fehlerverdächtig, tunte, befremdend, schwuler, merkwürdig, Schwester, sister