Αδερφή στα γαλλικά
Μετάφραση: αδερφή, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
homosexuel, drôle, bizarre, suspect, fantasque, singulier, étrange, sœur, soeur, la sœur, la soeur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφή
αδερφή του σολωμού σολωμού, αδερφη ή αδελφη, αδερφή ονειροκρίτης, αδερφή της φαίης, αδερφή του μέγα αλέξανδρου, αδερφή λεξικό γλώσσας γαλλικά, αδερφή στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αδελφή στα γαλλικά - homosexuel, éreinter, travailler, cigarette, sœur, soeur, la sœur, ...
- αδελφός στα γαλλικά - collègue, camarade, frangin, partenaire, frère, compagnon, copain, ...
- αδερφικός στα γαλλικά - fraternel, fraternelle, fraternité, fraternellement, fraternels
- αδερφός στα γαλλικά - partenaire, camarade, frangin, compagnon, frère, copain, collègue, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδερφή στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: homosexuel, drôle, bizarre, suspect, fantasque, singulier, étrange, sœur, soeur, la sœur, la soeur
Μεταφράσεις: homosexuel, drôle, bizarre, suspect, fantasque, singulier, étrange, sœur, soeur, la sœur, la soeur