Αδυνατίζω στα δανικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smal, slank, svække, endnu svagere, svagere, debilitate, handicappe
Αδυνατίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αδυνατίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα δανικά - grove, groft, grov, grov-, grovkornet
  • αδυναμία στα δανικά - svaghed, svage, svagheder, svækkelse
  • αδύναμος στα δανικά - skrøbelig, blød, vanskelig, svag, sart, svage, svagt, ...
  • αδύνατον στα δανικά - umulig, umuligt, muligt, umulige, ikke muligt
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smal, slank, svække, endnu svagere, svagere, debilitate, handicappe