Αδυνατίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lieknas, plonas, silpninti, Wycieńczać, silpninti czyjeś jėgos, Smukimą
Αδυνατίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αδυνατίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα λιθουανικά - šiurkštus, rupus, stambus, grubus, šiurkščiavilnių
  • αδυναμία στα λιθουανικά - silpnumas, trūkumas, silpnumą, silpnumo, silpnybė
  • αδύναμος στα λιθουανικά - silpnas, menkas, trapus, keblus, subtilus, silpna, silpni, ...
  • αδύνατον στα λιθουανικά - neįmanomas, neįmanoma, negalima, įmanoma, negali
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lieknas, plonas, silpninti, Wycieńczać, silpninti czyjeś jėgos, Smukimą