Αδυνατίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grannur, debilitate
Αδυνατίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδυνατίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα ισλανδικά - gróft, grófur, gróf, grófa, grófgert
  • αδυναμία στα ισλανδικά - veikleiki, máttleysi, slappleiki, veikleika, þróttleysi
  • αδύναμος στα ισλανδικά - þróttlítill, daufur, kraftalaus, veikt, veik, slakur, veikburða, ...
  • αδύνατον στα ισλανδικά - afleitur, ómögulegt, hægt, ekki hægt, ógerlegt, útilokað
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grannur, debilitate