Αδυνατίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elgyöngít, aláássák
Αδυνατίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδυνατίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα ουγγρικά - durva, a durva, durvább
  • αδυναμία στα ουγγρικά - gyengeség, gyengesége, gyenge, gyengeséget, gyengeségét
  • αδύναμος στα ουγγρικά - gyönge, gyékénykosár, gyenge, a gyenge, gyengék, gyengének
  • αδύνατον στα ουγγρικά - lehetetlen, lehetetlenné, lehetséges, lehet
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elgyöngít, aláássák