Αδυνατίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sale, nõdrendama, nõdrastama, rammestama, Vähendab, nõrgestama
Αδυνατίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδυνατίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα εσθονικά - ülevoolav, rikkalik, jäme, jämeda, jämedateralised, jämedat, jämedad
  • αδυναμία στα εσθονικά - nõrkus, nõrkust, nõrkuse, nõrkusest, nõrk
  • αδύναμος στα εσθονικά - mannetu, nõrk, nõder, nõrgad, nõrga, nõrkade, nõrka
  • αδύνατον στα εσθονικά - võimatu, võimatuks, võimalik, ole, ole võimalik
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sale, nõdrendama, nõdrastama, rammestama, Vähendab, nõrgestama