Αδυνατίζω στα κροατικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slab, suh, tanak, suhonjav, vitak, nježan, oslabiti, iznuriti
Αδυνατίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, αδυνατίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα κροατικά - dubina, ponor, grub, gruba, grubo, grube, grubi
  • αδυναμία στα κροατικά - slabost, slabosti, nemoć, slaba točka
  • αδύναμος στα κροατικά - nepouzdan, nejak, malodušan, slabi, trošan, slab, nježan, ...
  • αδύνατον στα κροατικά - smiješan, neostvarljivo, nemoguće, nemogućim, nemoguć, moguće, je nemoguće
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: slab, suh, tanak, suhonjav, vitak, nježan, oslabiti, iznuriti