Αδυνατίζω στα ισπανικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
delgado, esbelto, fino, escurrido, flaco, debilitar, debilitar a, debilitaría, debilitan, debilitará
Αδυνατίζω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας ισπανικά, αδυνατίζω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα ισπανικά - pródigo, grueso, basto, tosco, gruesa, tosca
  • αδυναμία στα ισπανικά - flaqueza, debilidad, la debilidad, debilidades, debilidad de, débil
  • αδύναμος στα ισπανικά - endeble, frágil, deleznable, débil, débiles, debilidad, flojo
  • αδύνατον στα ισπανικά - imposible, posible, imposibles, posible si, imposible que
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: delgado, esbelto, fino, escurrido, flaco, debilitar, debilitar a, debilitaría, debilitan, debilitará