Αδυνατίζω στα σλοβακικά
Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhubnou, oslabiť, znížiť, oslabenie, narušiť, zoslabiť
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω
αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, αδυνατίζω στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- αδρός στα σλοβακικά - mohutný, hrubý, hrubého, hrubé, bielkovina, drsný
- αδυναμία στα σλοβακικά - slabosť, slabosti, asténia
- αδύναμος στα σλοβακικά - chatrný, slabý, slabé, slabá, mierny, malý
- αδύνατον στα σλοβακικά - možný, nemožné, nemožný, možné, nemožno, nie je možné
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: zhubnou, oslabiť, znížiť, oslabenie, narušiť, zoslabiť
Μεταφράσεις: zhubnou, oslabiť, znížiť, oslabenie, narušiť, zoslabiť