Αδυνατίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dimagrire, esile, sottile, magro, snello, snellire, debilitare, debilitate, indebolire, debilitano, debiliterà
Αδυνατίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδυνατίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα ιταλικά - profuso, grossolano, grossolani, grossolana, grezzo, coarse
  • αδυναμία στα ιταλικά - debole, debolezza, la debolezza, debolezze, di debolezza
  • αδύναμος στα ιταλικά - fragile, gracile, fiacco, labile, debole, fioco, fievole, ...
  • αδύνατον στα ιταλικά - impossibile, possibile, impossibili, impossibilità, possibile su
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dimagrire, esile, sottile, magro, snello, snellire, debilitare, debilitate, indebolire, debilitano, debiliterà