Αδυνατίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тонкi, аслабляць, саслабляць, паслабляць, аслабіць
Αδυνατίζω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω

αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αδυνατίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αδρός στα λευκορωσικά - грубы, грубіянскі, грубага
  • αδυναμία στα λευκορωσικά - слабасць, слабость, слабасьць
  • αδύναμος στα λευκορωσικά - слабы, лёгкі, умераны, ціхі
  • αδύνατον στα λευκορωσικά - немагчыма, немагчымае, нельга
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: тонкi, аслабляць, саслабляць, паслабляць, аслабіць