Αμηχανία στα δανικά

Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forlegenhed, pinligt, forlegenheden, pinlig
Αμηχανία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμηχανία

αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας δανικά, αμηχανία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμετάπειστος στα δανικά - stejlt, stejlt på, ubøjelig, fast besluttet, fast besluttet på
  • αμετάτρεπτος στα δανικά - inconvertible, uindløselige
  • αμμουδιά στα δανικά - strand, Beach, stranden
  • αμμωνία στα δανικά - ammoniak, af ammoniak, ammoniakken, ammoniakopløsning
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forlegenhed, pinligt, forlegenheden, pinlig