Αμηχανία στα πολωνικά

Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłopot, skrępowanie, zgrzyt, zażenowanie, zaaferowanie, zakłopotanie, kompromitacja, ambaras, onieśmielenie, wstyd, zażenowania
Αμηχανία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμηχανία

αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμηχανία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αμετάπειστος στα πολωνικά - diament, twardy, kamień, nieugięty, adamant, nieugięta, zdecydowanie twierdzi
  • αμετάτρεπτος στα πολωνικά - nieodwołalny, nieodwracalny, niewymienny, niezamienny, niewymienialny, niewymienialne
  • αμμουδιά στα πολωνικά - plaża, plaży, beach, pla, na plaży
  • αμμωνία στα πολωνικά - amoniak, amoniaku, amoniakiem
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kłopot, skrępowanie, zgrzyt, zażenowanie, zaaferowanie, zakłopotanie, kompromitacja, ambaras, onieśmielenie, wstyd, zażenowania