Αμηχανία στα ουκρανικά

Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замішання, перешкода, ніяковість, зніяковілість, збентеження, зніяковіння
Αμηχανία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμηχανία

αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμηχανία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αμετάπειστος στα ουκρανικά - непохитний, незламний
  • αμετάτρεπτος στα ουκρανικά - незворотність, необоротний, необоротність, незворотний, незворотній, незворотного, безповоротний
  • αμμουδιά στα ουκρανικά - берег, пляж
  • αμμωνία στα ουκρανικά - аміак
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: замішання, перешкода, ніяковість, зніяковілість, збентеження, зніяковіння