Αμηχανία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estorvo, embaraço, óbice, perplexidade, aperto, constrangimento, vergonha, embarrassment, embaraços
Αμηχανία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμηχανία

αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμηχανία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αμετάπειστος στα πορτογαλικά - diamante, inflexível, inflexíveis, adamant, convencido
  • αμετάτρεπτος στα πορτογαλικά - inconversível, inconvertible, inconversivel, inconversíveis, inconvertível
  • αμμουδιά στα πορτογαλικά - praia, praias, de praia, praia de, da praia, beach
  • αμμωνία στα πορτογαλικά - amônia, amoníaco, amónia, de amônia, de amoníaco
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estorvo, embaraço, óbice, perplexidade, aperto, constrangimento, vergonha, embarrassment, embaraços