Αμηχανία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
penarie, hinder, benardheid, verlegenheid, knelpunt, schaamte, gêne, schande, in verlegenheid
Αμηχανία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμηχανία

αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμηχανία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμετάπειστος στα ολλανδικά - onvermurwbaar, keihard, overtuigd, adamant, onbuigzaam
  • αμετάτρεπτος στα ολλανδικά - onverwisselbaar, convertibele, omwisselbare
  • αμμουδιά στα ολλανδικά - strand, het strand, beach, strand van
  • αμμωνία στα ολλανδικά - ammonia, ammoniak, van ammoniak
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: penarie, hinder, benardheid, verlegenheid, knelpunt, schaamte, gêne, schande, in verlegenheid