Αμηχανία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срам, срамот, срамежливост, непријатност, засраменост
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμηχανία
αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αμηχανία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αμετάπειστος στα σλαβομακεδονικά - непопустливи, непопустлив, непопустлива, непоколебливи, категоричен
- αμετάτρεπτος στα σλαβομακεδονικά - стабилен
- αμμουδιά στα σλαβομακεδονικά - плажата, плажа, на плажа, плажите, Брег
- αμμωνία στα σλαβομακεδονικά - амонијак, амонијакот, на амонијак, амоњак, амониум
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: срам, срамот, срамежливост, непријатност, засраменост
Μεταφράσεις: срам, срамот, срамежливост, непријатност, засраменост