Αμηχανία στα σουηδικά
Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlägenhet, besvär, skam, pinsamt, pinsamheter
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμηχανία
αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας σουηδικά, αμηχανία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αμετάπειστος στα σουηδικά - orubblig, övertygad, adamant, övertygad om, säker på sin sak
- αμετάτρεπτος στα σουηδικά - INKONVERTIBEL, oinlösbara
- αμμουδιά στα σουηδικά - plage, strand, stranden, Beach, strand-
- αμμωνία στα σουηδικά - ammoniak, ammoniaken, av ammoniak
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: förlägenhet, besvär, skam, pinsamt, pinsamheter
Μεταφράσεις: förlägenhet, besvär, skam, pinsamt, pinsamheter