Αμηχανία στα ισλανδικά
Μετάφραση: αμηχανία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vandræði, skömm
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμηχανία
αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αμηχανία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αμετάπειστος στα ισλανδικά - adamant, ósveigjanlegur í dómi sínum, harðir, demant
- αμετάτρεπτος στα ισλανδικά - inconvertible
- αμμουδιά στα ισλανδικά - strönd, fjara, ströndinni, Beach, ströndina
- αμμωνία στα ισλανδικά - ammoníak, ammóníaki, ammóníak, ammóníakslausn, ammonla
Τυχαίες λέξεις
Αμηχανία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vandræði, skömm
Μεταφράσεις: vandræði, skömm