Αναβαθμίζω στα δανικά
Μετάφραση: αναβαθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opgradering, opgraderingen, opgradere, opgradering af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβαθμίζω
αναβαθμίζω συνώνυμα, αναβαθμίζω συνώνυμο, αναβάθμιση συνώνυμα, αναβαθμίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αναβαθμίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αναβάτης στα δανικά - jockey, støttehjul, jokey
- αναβίωση στα δανικά - genoplivning, genoplivelse, revival, vækkelse, opsving
- αναβιώνω στα δανικά - genoplive, at genoplive, puste nyt liv, genoptage, genskabe
- αναβλύζω στα δανικά - godt, brønd, vel, Gush, vælde, strømme, Gush spille live, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναβαθμίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opgradering, opgraderingen, opgradere, opgradering af
Μεταφράσεις: opgradering, opgraderingen, opgradere, opgradering af