Αναβαθμίζω στα ιταλικά
Μετάφραση: αναβαθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aggiornamento, Upgrade, di aggiornamento, aggiornamento del, l'aggiornamento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβαθμίζω
αναβαθμίζω συνώνυμα, αναβαθμίζω συνώνυμο, αναβάθμιση συνώνυμα, αναβαθμίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναβαθμίζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αναβάτης στα ιταλικά - cavaliere, fantino, jockey, puleggia tenditrice
- αναβίωση στα ιταλικά - rinascita, ripresa, risveglio, rilancio, rinnovamento
- αναβιώνω στα ιταλικά - rinascere, risorgere, rianimare, ravvivare, rivivere, rilanciare, far rivivere
- αναβλύζω στα ιταλικά - bravo, bene, bello, getto, fontana, pozzo, sorgente, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναβαθμίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: aggiornamento, Upgrade, di aggiornamento, aggiornamento del, l'aggiornamento
Μεταφράσεις: aggiornamento, Upgrade, di aggiornamento, aggiornamento del, l'aggiornamento